- λυγίζονται
- λυγίζομαιto be hiddenpres ind mp 3rd plλυγίζωbendpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβόλαιο — το 1. εργαλείο τορνευτών και σαγματοποιών που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση τού κατεργαζόμενου αντικειμένου 2. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος τού οποίου το σχήμα παίρνουν τα μεταλλικά κομμάτια που λυγίζονται πάνω του 3. ξύλινος σφηνίσκος για να… … Dictionary of Greek
σιδηροθλάστης — ο, Ν η χαλύβδινη σφήνα τού αμονιού πάνω στην οποία λυγίζονται με σφυρηλασία τεμάχια από σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θλάστης (< θλώ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek